δίκρανος
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ον,
A two-headed, Parm.6.5. II Subst. δίκρᾱνον, τό, pitchfork, δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12. III δικράνους· τὰς τριόδους, Hsch.
German (Pape)
[Seite 629] zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωθεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere, Luc. Tim. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δίκρᾱνος: -ον, ὁ δύο ἔχων κεφαλάς, Παρμεν. 47 Karst.· ― δίκρᾱνον, τό, ὡς καῖ παρ’ ἡμῖν «δικρᾶνι», ξύλινον γεωργικὸν ἐργαλεῖον δύο ἔχον ὀδόντας ἢ χηλάς, δικράνοις ἐξωθεῖν, ὡς τὸ Λατ. furca expellere, Λουκ. Τίμ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fourchu ; τὸ δίκρανον fourche.
Étymologie: δίς, κάρα.
Spanish (DGE)
(δίκρᾱνος) -ον
I de dos cabezas e.d. indeciso, desorientado βροτοί Parm.B 6.5.
II subst. ὁ δ.
1 agr. horca, horquilla δικράνοις ἐξωθεῖν Luc.Tim.12, cf. Phryn.204, Symm.Ps.73.6, Sch.Ar.Pax 637b.
2 bifurcación, cruce de caminos Hsch.