ἐξαγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγωνίζομαι Medium diacritics: ἐξαγωνίζομαι Low diacritics: εξαγωνίζομαι Capitals: ΕΞΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exagōnízomai Transliteration B: exagōnizomai Transliteration C: eksagonizomai Beta Code: e)cagwni/zomai

English (LSJ)

   A fight, struggle hard, E.HF155; περί τινος D.S.13.73 codd.

German (Pape)

[Seite 862] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; περί τινος, D. Sic. 13, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγωνίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: διαγωνίζομαι, τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; ταῦτα εἶναι τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· περί τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.

French (Bailly abrégé)

combattre à outrance : τινι contre qqn ; περί τινος pour qch.
Étymologie: ἐξ, ἀγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

1 intr. combatir, luchar hasta el final τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.HF 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).
2 tr. vencer, triunfar sobre τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.Epp.Paul.M.85.700A.