por separado
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Spanish > Greek
ἀπόκριτος, διαιρέω, διακεκριμένως, διάληψις, αὐτοτελής, διακριδόν, δίχα, διαμφίς, ἀπεσχισμένως, ἀποκεχωρισμένως, διευκρινισμένως, ἀφωρισμένως, διασταδόν, διευκρινημένως, ἀναμέρος, διῃρημένως, διακεχωρισμένως, ἀπεσχοινισμένως, ἔκτακτος, ἀνδρακάς