ἀνθρωποκτόνος
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ον,
A murdering men, homicide, E.IT389, 1 Ep.Jo.3.15, Ev.Jo.8.44. II proparox., ἀνθρωπόκτονος βορά feeding on slaughtered men, E.Cyc.127.
German (Pape)
[Seite 234] Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνθρωπόκτονος, von Menschen gemordet; βορά, Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποκτόνος: -ον, (κτείνω), ὁ ἀποκτείνων ἀνθρώπους, φονεύς, Εὐρ. Ι. Τ. 389. ΙΙ. ἀνθρωπόκτονος, προπαροξυτόνως ἔχει παθ. σημασ., βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; ἀγαπῶσι νὰ τρώγωσι φονευμένους ἀνθρώπους; ὁ αὐτ. Κύκλ. 127.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(personne) homicide.
Étymologie: ἄνθρωπος, κτείνω.
Spanish (DGE)
-ον
1 asesino, homicida de pers. οἱ δ' ἐνθάδε por op. dioses, E.IT 389, cf. Fr.11bSn., de Caín, Origenes Mart.50, del demonio Eu.Io.8.44, 1Ep.Io.3.15, Meth.Symp.8.13, de Atenea, Tat.Orat.8, χρησμός Plu.Fluu.23.3, de la herejía, Ath.Al.Syn.54.3.
2 procedente de hombres asesinados, antropofágico βορά E.Cyc.127.
English (Strong)
from ἄνθρωπος and kteino (to kill); a manslayer: murderer. Compare φονεύς.