ἀπόβλητος
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον η, ον D.L.7.127, Iamb.Myst.1.19),
A to be thrown away or aside, as worthless, οὔ τοι ἀπόβλητ' ἐστὶ θεῶν ἐρικνδέα δῶρα Il.3.65; οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται 2.361; γίγαρτον Simon.88, etc., cf. Hp.Ep.10 and late Prose, as Ph.2.294, Luc.Tox. 37, Plu.2.821a, Plot.6.7.31, Procop.Arc.11. 2 capable of being thrown off, Iamb.l.c.; capable of being lost, D.L.l.c.
German (Pape)
[Seite 297] weggeworfen; verwerflich, verächtlich, ἔπος Il. 2, 361, θεῶν δῶρα 3, 65; auch Sp., wie L uc. Tox. 27 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόβλητος: -ον, ὁ ἄξιος ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται Β. 361· γίγαρτον Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., ἀπόβλητος τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, ἀπόβλητος τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 qu’on doit rejeter, méprisable;
2 rejeté, repoussé.
Étymologie: adj. verb. de ἀποβάλλω.
English (Autenrieth)
to be spurned, despised, w. neg., Il. 2.361 and Il. 3.65.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [tb. -ή, D.L.7.127, Iambl.Myst.1.19]
I 1despreciado, desdeñado οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται Il.2.361, χριστιανῶν δόξαι ἀπόβλητοι ... ἐν πάσῃ τῇ Ῥωμαίων ἀρχῇ Procop.Arc.11.
2 expulsado, excluido c. gen., en lit. crist. τῆς Ἐκκλησίας εἶεν ἂν ἀπόβλητοι Eus.E.Th.1.6, τῆς εὐχῆς Gr.Nyss.M.45.229A.
II 1despreciable, desdeñable de cosas θεῶν ... δῶρα Il.3.65, γίγαρτον Simon.72D., τούτων πρᾶξις Luc.Philopatr.17, γῆ Ph.2.294, βρῶμα 1Ep.Ti.4.4, ref. a la materia c. la que se construye una imagen, Gr.Nyss.Or.Catech.26, cf. Aq.Le.7.18
•moralmente reprobable μόνην τὴν ἐν κακίᾳ ζωὴν κρίνων ἀπόβλητον Gr.Nyss.M.46.940A
•c. dat. οὐδ' ἵππων εὔνοια θηραταῖς καὶ ἱπποτρόφοις Plu.2.821a
•de pers. Hp.Ep.10, ἐκ Σαλώμη[ς τ] ῆς Ἰουδα[ίας υ] ἱὸς ἀπό βλητος A.Al.4.3.12, ὡς μὴ ἀπόβλητος καὶ περιττὸς εἴης Luc.Merc.Cond.27, cf. Tox.37, Al.De.7.26, c. dat. ἀπόβλητοι ἂν εἶεν τοῖς ἐρωμένοις Plot.6.7.31.
2 que puede perderse ἀρετὴν ... ἀποβλητὴν διὰ μέθην D.L.l.c., de la unión natural entre seres heterogéneos ἐπίκτητός τε παραγίγνεται ... καὶ ἀποβλητή Iambl.l.c.
English (Strong)
from ἀποβάλλω; cast off, i.e. (figuratively) such as to be rejected: be refused.
English (Thayer)
ἀπόβλητον, thrown away, to be thrown away, rejected, despised, abominated: as unclean, Symm. equivalent to טָמֵא unclean; Homer, Iliad 2,361; 3,65; Lucian, Plutarch).