αερισμός
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
ο αερίζω τεχνολ.
1) η εξασφάλιση της κινήσεως, της κυκλοφορίας και του ποιοτικού ελέγχου του αέρα σε έναν κλειστό χώρο. Ο αερισμός περιλαμβάνει τη διοχέτευση καθαρού αέρα καθώς και την απομάκρυνση του μολυσμένου αέρα από τον χώρο αυτό
2) γενικά η έκθεση διαφόρων υλικών στον αέρα. Ο αερισμός αξιοποιείται ιδιαίτερα κατά την επεξεργασία του νερού και τών λυμάτων.