αγρυπνία
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) ἄγρυπνος
το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα
μσν.- νεοελλ.
ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών
αρχ.
το χρονικό διάστημα της φρούρησης, της σκοπιάς
2. (για την ποίηση) δημιούργημα άγρυπνης νύχτας.