Πανέλληνες
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
οἱ,
A all the Hellenes, Il.2.530, Hes.Op.528, Archil.52, Str.8.6.6, Ph.2.477; τὸν Πανελλήνων νόμον σῴζων E.Supp.526; οἱ Π. the Greeks, Phld.Mus.p.78 K., Piet.17, Rh.2.224 S.
II League of United Greeks formed by Hadrian, IG7.2712.40, etc.: also in sg., as title of a Councillor of the League, ib.5(1).45, al.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
tous les Grecs réunis.
Étymologie: πᾶν, Ἕλλην.
Russian (Dvoretsky)
Πᾰνέλληνες: дор. Πᾰνέλλᾱνες οἱ (dat. Πανέλλησι - эп. Πανελλήνεσσι, дор. dat. Πανελλάνεσσι) панэллины, жители (всей) Эллады Hom., Pind., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Πᾰνέλληνες: οἱ, πάντες οἱ Ἕλληνες, Ἰλ. Β. 530 (ἔνθα ἐὰν τὸ χωρίον εἶναι γνήσιον, πρέπει νὰ σημαίνῃ πάντας τοὺς Θεσσαλοὺς Ἕλληνας, ἴδε ἐν λέξει Ἕλλην)· ὡσαύτως ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 526, Ἀρχίλ. 47, πρβλ. Στράβ. 370· τὸν Πανελλήνων νόμον σῴζων Εὐρ. Ἱκέτ. 526· ― πρβλ. Πανελλήνιος.
English (Autenrieth)
the Panhellēnes, the united Greeks, Il. 2.530.
Greek Monolingual
οι, ΝΑ
όλοι οι Έλληνες, οι Έλληνες στο σύνολο τους, όλο το ελληνικό έθνος («ὡς Πανελλήνων ὀιζὺς ἐς Θάσον συνέδραμεν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < παν- + Ἕλληνες].
Greek Monotonic
Πᾰνέλληνες: οἱ, όλοι οι Έλληνες, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
all the Hellenes, Il., Hes., Eur.