άκακος

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκακος, -ον)
1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος
2. απλοϊκός, αφελής, εύπιστος
3. αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κακός.
ΠΑΡ. ἀκακία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκακοποιός.