άλλυδις

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source

Greek Monolingual

ἄλλυδις επίρρ. (Α) ἄλλος
(επικός τύπος αντί ἄλλοσε)
1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο
2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί
«ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς.