άλλυδις

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

ἄλλυδις επίρρ. (Α) ἄλλος
(επικός τύπος αντί ἄλλοσε)
1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο
2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί
«ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς.