άσπονδος

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπονδος, -ον) σπονδή
αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρόςάσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα)
νεοελλ.
φρ. «άσπονδοι φίλοι» — για ανθρώπους που μισούνται αναμεταξύ τους αλλά φέρονται με υποκριτική φιλία
αρχ.
1. (για θεό) εκείνος στον οποίο δεν γίνεται σπονδή, δηλ. ο θάνατος
2. αυτός που γίνεται χωρίς σπονδές, χωρίς επίσημη συμφωνία επικυρωμένη με σπονδή
3. το ουδ. ως ουσ. η ουδετερότητα.