έναντι

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

(AM ἔναντι)
επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδούγυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.)
νεοελλ.
1. εν συγκρίσει, σχετικά με
2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου του ποσού», «έναντι λογαριασμού»).