ίπος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
Greek Monolingual
ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ)
το κομμάτι του ξύλου της ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό
αρχ.
1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει
2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική
3. το πιεστήριο του γναφέα, αυτού που κατεργάζεται τα δέρματα και πλένει τα μαλλιά τών δερμάτων
4. η Αίτνα, ως βάρος που πιέζει και κρατεί στη θέση του τον Τυφώνα ή Τυφωέα, προσωποποίηση της λαίλαπας και τών ηφαιστειακών εκρήξεων («ἶπος ἀνεμόεσσα», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. ίπτομαι, ιπώ).