αβασάνιστος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβασάνιστος, -ον) βασανίζω
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος
2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ, -στως με αυτή τη σημασία)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. (για τόπους) αυτός που δεν προξενεί βάσανα
αρχ.
αυτός που δεν εξετάστηκε, δεν ανακρίθηκε με βασανιστήρια.