αγάλλομαι

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

(Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω)
χαίρομαι, ευφραίνομαι
αρχ.
1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ
2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον
3. στολίζω
4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα-, ἄγαμαι ή το ἀγανός.
ΠΑΡ. ἀγαλλιῶ, ἄγαλμα.