αγγελίζω
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
άγγελος
(αμτβ.)
1. είμαι καλός σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων
2. δίνω ελεημοσύνη, ελεώ.