αγγελοκρούω

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. (για τον χάρο) είμαι έτοιμος να αφαιρέσω την ψυχή κάποιου
2. εκφοβίζω, τρομάζω
3. εξολοθρεύω, καταστρέφω
II. παθ.
1. πεθαίνω ξαφνικά, βρίσκω αιφνίδιο θάνατο
2. πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, παραληρώ
3. τρομάζω, μένω άναυδος από τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητικός σχηματισμός < αγγελοκρούομαι < άγγελος + κρούομαι].