αειτελής

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

ἀειτελής, -ές (Α)
(για τον Θεό) ακατάπαυστα, αιώνια τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + τελὴς < τέλος.