Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αερίζω

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω)
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό
2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον
3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου
4. (απροσ.) αερίζει
φυσά ελαφρά, δροσίζει
ΙΙ. μέσ.
1. δροσίζομαι στο ύπαιθρο, παίρνω τον αέρα μου
2. αφήνω πορδές, πέρδομαι
αρχ.
μοιάζω με τον αέρα και επομένως: 1. είμαι λεπτός σαν τον αέρα, αέρινος
2. είμαι γκρίζος ή γαλάζιος σαν τον αέρα, αερόχρωμος, γλαυκός
3. (για τους πυγμάχους) βαδίζω στον αέρα, πετώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀήρ, ἀέρος.
ΠΑΡ. νεοελ. αέρισμα, αεριστήρας, αεριστήρι, αεριστήριος, αεριστής, αερίστρα].