πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
η 1. άρνηση ή απόρριψη κάθε θρησκεύματος, αρνησιθεΐα
2. έλλειψη θρησκευτικής πίστης, απιστία
3. περιφρόνηση προς τη θρησκεία, ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άθρησκος
η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη].