Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
αἰάζω (Α)
1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ
2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός
μσν.
αἰαγμός, αἴασμαι.