Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιάζω

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

αἰάζω (Α)
1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ
2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός
μσν.
αἰαγμός, αἴασμαι.