αιματοκυλίζω

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω
1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά
2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ. κυλίζω, κυλώ).
ΠΑΡ. αιματοκυλισιά, αιματοκύλισμα, αιματοκυλισμένος].