αλόγιστος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλόγιστος, -ον)
αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος
2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλόγιστον α) η κατάσταση της ψυχής που αποκλείει τη λειτουργία της σκέψης, αλογιστία, παραλογισμός
β) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, η τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λογίζομαι.
ΠΑΡ. αλογισταίνω, αλογιστία
αρχ.
ἀλογιστῶ >
νεοελλ.
αλογισιά].