αμπελοκτήμονας

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

ο
ο αμπελοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπελοκτήμων < άμπελος + -κτήμων < κτήμα < κτώμαι].