αναΐσσω

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α)
1. ορμώ επάνω, αναπηδώ
2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω
3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή
4. φεύγω ολοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀΐσσω, ἄσσω].