αναμιμνήσκω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ἀναμιμνήσκω)
Ι. ενεργ.
1. θυμίζω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τον κάνω να θυμηθεί
2. ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, αναφέρω
3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀναμιμνήσκων άτομο με καθήκοντα υπενθυμίσεως
ΙΙ. παθ.
1. θυμάμαι, φέρνω στο μυαλό μου
2. (για ασθένεια) παθαίνω υποτροπή, ξαναρρωσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μιμνήσκω.
ΠΑΡ. ἀνάμνησις, αναμνηστικός
μσν.- νεοελλ.
ἀναμνηστήριος].