αναμόρφωση

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναμόρφωσις) ἀναμορφῶ
επανακατασκευή, αναδημιουργία κάποιου πράγματος με μερικές ή ολικές τροποποιήσεις της παλαιάς του μορφής, ανασχηματισμός, ανακαίνιση
νεοελλ.
το να δίνει κανείς νέα διάπλαση, νέες κατευθύνσεις σε κάτι
αρχ.
ξαναγέννημα, αναγέννηση, αναζωογόνηση.