ανασταίνω
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
και αναστένω (Μ ἀνασταίνω και -ένω) ανίστημι
1. ξαναδίνω ζωή σε νεκρό, ξαναζωντανεύω
2. ανατρέφω, μεγαλώνω παιδί
νεοελλ.
1. ευφραίνω, θέλγω («μυρωδιά που ανασταίνει»)
2. γιορτάζω την Ανάσταση
μσν.
1. σηκώνω ψηλά
2. χτίζω, οικοδομώ
3. ενισχύω, προάγω
4. ανασυγκροτώ.