ανθρωπομορφισμός

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

ο
1. η τάση των ανθρώπων να παριστάνουν τον θεό ή τους θεούς με ανθρώπινη μορφή και να αποδίδουν σ' αυτούς ανθρώπινες ιδιότητες
2. παράσταση και ερμηνεία κάθε πραγματικότητας σύμφωνα με ανθρώπινα σχήματα και μέτρα.