αντηχώ

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντηχῶ, ἀντηχέω)
ανακλώ ήχο, αντιλαλώ
νεοελλ.
ηχώ, ακούγομαι
αρχ.
1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός
2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση
3. εκφράζω αντίθεση με φωνές
4. αντιλέγω.