αντιδικώ

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

(Α ἀντιδικῶ, -έω) αντίδικος
1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη
2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον
αρχ.
1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο
2. οἱ ἀντιδικοῦν τες
οι αντίδικοι
3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη
4. έρχομαι σε αντιδικία με κάποιον για κάτι.