απαιόλη

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

ἀπαιόλη, η (Α) απαιολώ
1. απώλεια, στέρηση με τρόπο απατηλό
2. η απάτη προσωποποιημένη.