ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
ἀπαιόλη, η (Α) απαιολώ1. απώλεια, στέρηση με τρόπο απατηλό2. η απάτη προσωποποιημένη.