εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(AM ἀποφοιτῶ, -άω)
διακόπτω ή σταματώ τη φοίτηση μου
νεοελλ.
συμπληρώνω τις σπουδές μου
μσν.
φεύγω προς κάποια κατεύθυνση
αρχ.
1. σταματώ τις ακροάσεις μου, δεν παρακολουθώ πια τα μαθήματα του δασκάλου μου
2. σταματώ να πηγαίνω στο σχολείο
3. δεν συχνάζω πια κάπου, κρατιέμαι μακριά.