απόκληρος

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόκληρος, -ον, Α δωρ. τ. ἀπόκλαρος)
όποιος έχει αποκλειστεί από την κληρονομιά, ο αποκληρωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει οδηγηθεί σε κοινωνική απομόνωση
2. εκείνος που στερείται ουσιώδη αγαθάαπόκληρος της ζωής, της τύχης»)
αρχ.
αυτός που δεν έχει λάβει κλήρο ή μερίδιο από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κλήρος «μερίδιο γης, κληρονομιά»].