αρήγω

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ἀρήγω (Α)
1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον
2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο
3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου
4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι
5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο
6. απρόσ. ἀρήγει
είναι καλό, πρέπει, αρμόζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) geruohhen, (αρχ. σαξον. rōkjan, (αρχ. νορβηγ.) rokja «φροντίζω» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η σχέση της με το λατ. rego «ανορθώνω» (πρβλ. ελλ. ορέγω), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική εξέλιξη του r μέχρι την τελική σημασία «φροντίζω». Το αρήγω ανήκει σε παλαιότερη οικογένεια λέξεων που στον αττικό πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. βοηθέω (-ώ).
ΠΑΡ. αρωγή, αρωγός
αρχ.
αρηγών, άρηξις.
ΣΥΝΘ. συναρωγός, αρχ. επαρωγός, προσαρωγός].