αυτόπυρος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

αὐτόπυρος, ο (Α)
κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πυρος < πυρός «σιτάρι» (πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος)].