αἰτιατικός
English (LSJ)
αἰτιατική, αἰτιατικόν,
A causal, Sch.Il. 23.627.
2 Astrol., noxious, τόπος Vett.Val.208.10.
II ἡ αἰτιατική (sc. πτῶσις) accusative case, indicating the thing caused by the vb., Stoic.2.59, D.T.636.6, A.D.Pron.11.9, etc. Adv. αἰτιατικῶς = in the accusative, Sch.E.Ph.470.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I gram.
1 causado por el verbo, del caso acusativo ἡ αἰτιατικὴ πτῶσις Chrysipp.Stoic.2.59.23, D.T.636.4, A.D.Pron.11.9.
2 causal Origenes M.12.1456, Sch.Er.Il.23.627.
II astrol. nocivo τόπος Vett.Val.218.10, Heliod.Neop.55.7.
III adv. αἰτιατικῶς gram.
1 en acusativo Sch.E.Ph.470D.
2 causalmente Sch.Er.Il.22.329.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιᾱτικός: -ή, -όν, = αἰτιώδης, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 627. ΙΙ. ἡ αιτιατικὴ (δηλ. πτῶσις), Λατ. causa accusativus. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατ’ αἰτιατικήν, Γραμμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτιατικός, -ή, -όν) αἰτιατός
νεοελλ.-αρχ.
(το θηλυκό ως ουσ.) η αιτιατική
μσν.
1. αιτιώδης
2. αυτός που διατυπώνει κατηγορία
3. επίρρ. αἰτιατικῶς
κατ’ αιτιατική.
German (Pape)
[ᾱτ], anklägerisch, bei Gramm. ἡ αἰτιατική, sc. πτῶσις, casus accusativus.