αἱμορραγικός
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
αἱμορραγική, αἱμορραγικόν, liable to αἱμορραγία, Hp.Prorrh.1.135, etc. Adv. αἱμορραγικῶς, τελευτᾶν Gal.8.304.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que tiene hemorragias, hemorrágico Hp.Prorrh.1.135, Coac.162, Epid.4.13, 20.
2 adv. -ῶς por hemorragia τελευτᾶν Gal.8.304, cf. 17(2).690.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορρᾰγικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς αἱμορραγίαν, Ἱππ. 79Β, κτλ.: - Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμορραγικός -ή -όν, αἱμορραγία met bloedingen.
German (Pape)
s. αἱμορραγία.