αἴσθομαι
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
sometimes in good Mss. as v.l. for αἰσθάνομαι, as Th.5.26, Isoc.3.5, Pl.R. 608a.
Spanish (DGE)
v. αἰσθάνομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. αἰσθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
αἴσθομαι: (только praes.) Thuc., Plat., Isocr. = αἰσθάνομαι.
German (Pape)
alte Form für αἰσθάνομαι; davon findet sich noch αἰσθόμεθα, Plat. Rep. X.608a; αἴσθεσθαι, nach den besseren mss., Thuc. 5.26; αἴσθονται Isocr. 3.25.