βάκχειος
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
or βακχεῖος, α, ον, also βάκχιος, α, ον (to suit the metre), fem. ος Luc. Ocyp. 171: — Bacchic, of or belonging to Bacchus and his rites, βότρυς S. Fr. 255.2; νόμος E. Hec. 686 (lyr.); ῥυθμός X. Smp. 9.3, etc.; hence, frenzied, rapt, Β. Διόνυσος h.Hom. 19.46, cf. Hdt. 4.79; ὁ Β. θεός S. OT 1105 (lyr.); Βάκχειε δεσπότ' Ar. Th. 988 (lyr.), cf. IG 4.558.20 (Argos), etc.; τὸν Β. ἄνακτα, of Aeschylus, Ar. Ra. 1259. as substantive, Βάκχιος, ὁ, = Βάκχος, S.Ant. 154 (lyr.), E. Cyc. 9; — also, = οἶνος, Id. IT 953, Cyc. 519, Antiph. 237.
Greek Monolingual
βάκχειος και βακχεῖος και Βάκχιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βάκχο ή στις τελετές του
2. μανιώδης, ενθουσιώδης
3. το αρσ. ως ουσ. Βάκχιος, ο
Βάκχος
β) ο βακχεῖος, (ενν. πους)
μετρική μονάδα με τρεις συλλαβές - - ∪ ή ∪ - -.