βαθύδενδρος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
βαθύδενδρον, deep-wooded, Lyr.Adesp.96; Ἑλικών Pae.Delph.I.
Spanish (DGE)
(βᾰθύδενδρος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de espeso bosque χθών Lyr.Adesp.91.1, Ἑλικῶν Pae.Delph.1, cf. Nonn.D.41.18, 45.159, 203, τέμενος Nonn.D.13.184, 446, βαθύδενδρα παρὰ σφυρὰ κυκλάδος Ἄρκτου del Hindukush, Nonn.D.27.150.
German (Pape)
[Seite 424] dicht bewachsen, poet., Plut. non posse 26; Nonn. D. 41, 18 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bois épais.
Étymologie: βαθύς, δένδρον.
Russian (Dvoretsky)
βαθύδενδρος: густо поросший деревьями (χθών Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βαθύδενδρος: ον πυκνόδενδρος, πολύδενδρος, Λυρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1104Ε.
Greek Monolingual
βαθύδενδρος, -ον (Α)
με πολλά δέντρο.