βαρυγούνατος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
v. βαρύγουνος (heavy-kneed, lazy), Theoc. 18.10.
Spanish (DGE)
(βᾰρυγούνᾰτος) -ον pesado de rodillas, perezoso Theoc.18.10.
German (Pape)
[Seite 433] mit schweren Knien, langsam, träge, Theocr. 18, 10.
Russian (Dvoretsky)
βαρυγούνᾰτος: v.l. = βαρυγώνατος.