βλαισόπους
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Spanish (DGE)
-ποδος, ὁ estevado, EM 199.32G.
Greek Monolingual
-ouv (AM βλαισόπους, -ουν)
αυτός που παρουσιάζει βλαισότητα, δυσμορφία, στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαισός + πους].