γέλγη
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
έων, τά, = ῥῶπος, frippery: the market where they are sold, Eup.304, Luc.Lex.3. (γέλγη, ἡ, Ael.Dion.Fr.295, is prob. an error due to Eust.)
Spanish (DGE)
-έων, τά
• Morfología: [ac. sg. fem. γέλγην Eust.927.54]
1 trapería Eup.327, ἐπὶ τὰ γέλγη ἀπαντᾶν Luc.Lex.3.
2 mercadería barata, baratijas, objetos de segunda mano Ael.Dion.ρ 14, Poll.3.127, 7.8, Moer.106, Eust.l.c.
• Etimología: Quizá rel. c. gr. γέλγις aunque semánticamente no se ve.
German (Pape)
[Seite 479] τά, kleine, kurze Waaren, = ῥῶπος, Eupol. Poll. 9, 47; die Form ἡ γέλγη scheint falsch; auch = Näschereien, u. bei Luc. Lexiph. 3 der Marktplatz dafür.
French (Bailly abrégé)
ῶν (τά) :
marché aux chiffons, aux objets de rebut.
Étymologie: DELG t. pop. sans étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέλγη -έων, τά rommelmarkt.
Russian (Dvoretsky)
γέλγη: ῶν τά толкучий рынок, толкучка Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: frippery (Eup., Luk.). Acc. to H. (ὁ ῥῶπος καὶ) βάμματα, καὶ ἄτρακτοι, καὶ κτένες.
Derivatives: γέλγει βαπτίζει, χρωματίζει and γέλγια πήνη, σπάθη, κουράλια H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Hardly to γέλγις.
Greek Monolingual
γέλγη, τα και γέγλη, η (Α)
1. τα ψιλικά
2. το ψιλικατζίδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις].
Greek (Liddell-Scott)
γέλγη: -ῶν, τά, = ῥῶπος, μικραὶ πραγματεῖαι, «ψιλικὰ» ἢ παλαιὰ πράγματα, καὶ ὁ τόπος ἔνθα πωλοῦνται, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, Λουκ. Λεξιφ. 3. (γέλγη, ἡ, φαίνεται ὅτι εἶναι σφάλμα τῶν γραμμ.).
Frisk Etymology German
γέλγη: {gélgē}
Grammar: n. pl.
Meaning: ‘Trödel(waren)’ (Eup., Luk.). Nach H. auch = βάμματα, καὶ ἄτρακτοι, καὶ κτένες.
Derivative: Dazu γέλγει· βαπτίζει, χρωματίζει und γέλγια· πήνη, σπάθη, κουράλια H.
Etymology: Volkstümliches Wort ohne Etymologie. Vgl. γέλγις.
Page 1,295