γήρυμα

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γήρῡμα Medium diacritics: γήρυμα Low diacritics: γήρυμα Capitals: ΓΗΡΥΜΑ
Transliteration A: gḗryma Transliteration B: gēryma Transliteration C: giryma Beta Code: gh/ruma

English (LSJ)

-ατος, τό, (γηρύω) sound, of a trumpet, A.Eu.569 (lyr.): pl., ἀδίδακτα γ. Plu.2.973a.

Spanish (DGE)

(γήρῡμα) -ματος, τό
• Alolema(s): dór. γάρυμα Alcm.4.1.5
son, voz γαρύματα μαλσακά Alcm.l.c., de oráculos Λοξίου γηρυμάτων E.Fr.627.2, de una trompeta, A.Eu.569, del canto de aves, Plu.2.973a.

German (Pape)

[Seite 490] τό, Stimme, Ton, Aesch. Eum. 539; plur., Plut. soi. an. 19 von Tieren.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
son, voix.
Étymologie: γηρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γήρυμα -ατος, τό γηρύω geschal.

Russian (Dvoretsky)

γήρῡμα: ατος τό звук, голос Aesch., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γήρῡμα: τό, (γηρύω) φωνή, ἦχος, φθόγγος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 569.

Greek Monolingual

γήρυμα, το (Α) γηρύω
ήχος, φωνή.

Greek Monotonic

γήρῡμα: -ατος, τὸ (γηρύω), φωνή, ήχος, φθόγγος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γηρύω
a voice, sound, tone, Aesch.