Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαβγίζω

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

και γαβλίζω (Μ γαβγίζω)
1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου)
νεοελλ.
1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» — γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του
β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» — αυτός που φωνάζει ή είναι ευέξαπτος δεν είναι επικίνδυνος
2. φλυαρώ
3. φωνάζω, μιλάω πολύ δυνατά.