γείσο

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

το και γείσος, ο (AM γεῖσον, το και γεῖσος, το και γεῖσος ή γεῖσσος, ο)
το μέρος της στέγης που προεξέχει από τους τοίχους, μαρκίζα, κορνίζα
νεοελλ.
προεξοχή στρατιωτικού ή ναυτικού πηληκίου που σκιάζει το μέτωπο, κεραμίδι
αρχ.
1. το μέρος της στέγης του ναού που στηρίζεται στον θριγκό ή ο ίδιος ο θριγκός
2. κράσπεδο, παρυφή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθ. δάνειο από την Καρική].