γευστός
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
γευστή, γευστόν, that may be tasted, τὸ γ. Arist.Rh.1370a23, de An.422a8, Plu.2.38a, Porph.Abst.1.33.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que puede ser percibido por el gusto οὐδὲν οὔτε γ. οὔθ' ἁπτόν Plu.2.38a, cf. Arist.Rh.1370a23, Ph.1.386, Plot.4.4.26, Porph.Abst.1.33, fig. de Dios εἰ γ. ἐστιν ὁ Κύριος Origenes M.12.1308C
• subst. τὸ γευστόν = el sabor τὸ δὲ γευστὸν ἐστιν ἁπτόν τι Arist.de An.422a8.
2 gustativo ποιότης Gal.1.130.
German (Pape)
[Seite 487] was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut goûter.
Étymologie: adj. verb. de γεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γευστός -ή -όν [γεύομαι] wat geproefd kan worden.
Russian (Dvoretsky)
γευστός: имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ ἄγευστος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
γευστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ γευθῇ, τὸ γ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 5, π. Ψυχ. 2. 10, 3, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
γευστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος].