γλίνα

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

η (Μ γλίνη)
1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών
2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα του μαγειρικού σκεύους
3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα (σύγγλινα)
4. λίγδα
5. γλοιώδης ζύμη πηλού
6. αργιλότοπος (γλιστερός λόγω υγρασίας)
7. άνθρωπος με γλοιώδη χαρακτήρα
8. το φυτό ροκέλλη η φύκοψις, λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gli (με παρέκταση σε -n-) < glei- «κολλώ, αλείφω» < (ινδοευρ.) gel- «συμπυκνούμαι». Ο τ. γλίνα μπορεί να συσχετισθεί με τα αρχ. σλαβ. glě «λάσπη», ρωσ. glίna «άργιλος»].